- ἄγραυλος
- ἄγραυλος (ἀγρός, αὐλή): lying in the field (passing the night out-doors), βοῦς, πόριες, ποιμένες.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Ἄγραυλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγραυλος — dwelling in the field masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγραυλος — Προσωνυμία θεάς και όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Προσωνυμία της θεάς Αθηνάς, που την έλεγαν Αγλαυρίδα Αγραυλίδα Παρθένο, Αθηνά Άγραυλο (Αθηνά των αγρών). 2. Κόρη του Ακταίου, πρώτου θρυλικού βασιλιά της Αττικής και σύζυγος του Κέκροπα. Μητέρα… … Dictionary of Greek
ἄγραυλον — ἄγραυλος dwelling in the field masc/fem acc sg ἄγραυλος dwelling in the field neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АГРАВЛА, АГЛАВРА — • Άγραυλος, см. Cecrops и Παλλας Άθήνη … Реальный словарь классических древностей
Аглавра — • Άγραυλος, см. Агравла … Реальный словарь классических древностей
Агравла — • Άγραυλος, см. Cecrops и Παλλας Άθήνη., Кекропс и Хариты … Реальный словарь классических древностей
Ἀγραύλοιο — Ἄγραυλος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγραύλοιο — ἄγραυλος dwelling in the field masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγραύλοις — Ἄγραυλος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγραύλοις — ἄγραυλος dwelling in the field masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)